-
1 χυτρεύς
χυτρεύς, ὁ, der Töpfer; Plat. pheaet. 147 a Rep. IV, 421 d; sprichwörtlich χυτρέα χυτρεῖ κοτέειν, Themist., nach Hes. O. 25 κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει.
-
2 κοτέω
κοτέω, Groll (κότος) hegen, zürnen; absol., οὐδ' ὄϑομαι κοτέοντος Il. 1, 180, wie 23, 391; τῆςδ' ἀπάτης κοτέων, über den Betrug zürnend, 4, 167; auch λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντε, Hes. Sc. 402; c. dat., κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει, dem folgdn φϑονέω entsprechend, mißgünstig, neidisch sein, O. 25; κεκοτηότι ϑυμῷ, Od. 9, 501. 19, 71 u. sp. D., wie Ap. Rh.; κεκοτηότε δηριάασϑον 2, 89; sonst nur noch aor. κοτέσασα, H. h. Cer. 254. – Häufiger im med.; τῷ δ' ἄρ' Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο νεμέσσηϑέν τ' ἐνὶ ϑυμῷ Il. 2, 223; aor. ἐκοτεσσάμην, ich gerieth in Zorn; c. dat., οὐκ ὄφελον Τρώεσσι κοτεσσαμένη κακὰ ῥάψαι Il. 18, 367; Τυδέος υἷϊ κοτέσσατο Φοῖβος 23, 383, vgl. 5, 177 Od. 5, 146; auch κοτεσσαμένη τόγε ϑυμῷ, οὕνεκα, darüber in Zorn gerathen, daß, Iliad. 14, 191; Iliad. 5, 747. 8, 391 Odyss. 1, 101 ἔγχος βριϑὺ μέγα στιβαρόν, τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν ἡρώων, τοῖσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη, die Heroen, gegen welche sie in Zorn gerathen ist; κοτέσσεται nicht futur., sondern conjunct. aor., τοῖσίν τε κοτέσσεται = οἷς ἂν κοτέσηται, Bedingungssatz.
-
3 κοτέω
κοτέω, Groll (κότος) hegen, zürnen; τῆςδ' ἀπάτης κοτέων, über den Betrug zürnend; c. dat., κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει, dem folgdn φϑονέω entsprechend, mißgünstig, neidisch sein; ἐκοτεσσάμην, ich geriet in Zorn; κοτεσσαμένη τόγε ϑυμῷ, οὕνεκα, darüber in Zorn geraten
См. также в других словарях:
κεραμέας — ο (ΑΜ κεραμεύς, έως) [κέραμος] αυτός που κατεργάζεται τον πηλό για κατασκευή πήλινων αντικειμένων, κεραμουργός, κεραμοποιός αρχ. 1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κεραμεῑς και (αττ. τ.) Κεραμῆς ονομασία δήμου τής Αττικής («Παυσανίας ὁ ἐκ Κεραμέων» … Dictionary of Greek
SECUNDUS — I. SECUNDUS Sophista Atheniensis, quem aliqui Epithyram vocant, quod Architecti fil. fuerit, multae quidem doctrinae, sed med ocris eloquentiae, aequalis, aemulusque Herodis Attici; ex quo Herodes illud Hesiodi, in Ε῎ργ. v. 25. eleganti mutatione … Hofmann J. Lexicon universale
κοτέω — (Α) [κότος] 1. είμαι οργισμένος με κάποιον, τρέφω οργή, έχθρα, μίσος, οργίζομαι (α. «τῆσδ ἀπάτης κοτέων», Ομ. Ιλ. β. «εἰ μή τις θεός ἐστι κοτεσσάμενος Τρώεσσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φθονώ, τρέφω αντιζηλία («κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων»,… … Dictionary of Greek
τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… … Dictionary of Greek